ινοσίτης

ινοσίτης
(βιοχ.) κοινή ονομασία τού εξαϋδροξυ-1, 2, 3, 4, 5, 6-κυκλοεξανίου, το οποίο απαντά στους εγκεφαλικούς και μυϊκούς ιστούς, καθώς και στα φασόλια και στα μπιζέλια και αποτελεί λιποτρόπο παράγοντα που ανήκει στην ομάδα τών βιταμινών.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • βιταμίνες — Ουσίες που βρίσκονται, σε πολύ μικρές ποσότητες, στις τροφές των ζώων και του ανθρώπου και είναι απαραίτητες για τη φυσιολογική ανάπτυξη και την υγεία τους. Παντελής ή μερική στέρηση μίας ή περισσότερων β. από το διαιτολόγιο προκαλεί παθολογικές… …   Dictionary of Greek

  • φωσφατιδυλοϊνοσιτόλη — η, Ν (βιοχ.) φωσφογλυκερίδιο τού οποίου η αλκοολική ομάδα είναι ο ινοσίτης ή η ινοσιτόλη και το οποίο απαντά στις κυτταρικές μεμβράνες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. phosphatidyl inositol] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”